στοιχειώνω

στοιχειώνω
1. μετ.
1) заколдовывать, наводить чары; 2) осквернять (место, дом убийством и т. п.); 2. αμετ. 1) превращаться в привидение; 2) становиться заколдованным; посещаться привидениями, призраками

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "στοιχειώνω" в других словарях:

  • στοιχειώνω — στοιχειώνω, στοίχειωσα, στοιχειωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στοιχειώνω : η μτχ. στοιχειωμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που κατοικείται από στοιχειά, π.χ. στοιχειωμένο δάσος). Η παθητική φωνή είναι σπάνια (στοιχειώνομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στοιχειώνω — Ν [στοιχειό] 1. κάνω κάποιον στοιχειό με τη θυσία ζωντανού όντος στα θεμέλια εγειρόμενου κτίσματος («αν δεν στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει», δημ. τραγούδι) 2. (για πρόσ. και πράγμ.) μεταβάλλομαι σε στοιχειό ή καταλαμβάνομαι από… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειώνω — στοίχειωσα, στοιχειώθηκα, στοιχειωμένος, γίνομαι στοιχειό ή συχνάζουν στο χώρο μου στοιχειά: Στοίχειωσε το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοίχειωμα — το, Ν [στοιχειώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στοιχειώνω, η μεταμόρφωση σε στοιχειό 2. η εγκατάσταση και διαμονή στοιχειού σε έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • αστοίχειωτος — η, ο [στοιχειώνω] 1. αυτός που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν κατέχεται από στοιχειό («γεφύρι αστοίχειωτο») 2. εκείνος που δεν έχει μεταβληθεί σε στοιχειό …   Dictionary of Greek

  • στοίχειωση — η, Ν [στοιχειώνω] το στοίχείωμα …   Dictionary of Greek

  • στοίχειωμα — το το αποτέλεσμα του στοιχειώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»